- τύπωσε
- τυπόωform by impressaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρχέτυπα — Βιβλία που τυπώθηκαν στα πρώτα χρόνια της τυπογραφίας έως και το 1501. Τα α. είναιδύο ειδών: ξυλογραφικά και τυπογραφικά. Τα πρώτα τυπώνονταν από ξύλινες πλάκες, πάνω στις οποίες χάραζαν τις λέξεις. Τα δεύτερα είχαν τυπογραφικά κινητά στοιχεία,… … Dictionary of Greek
Βενδότης, Γεώργιος — (Ζάκυνθος 1757 – Βιέννη 1795). Λόγιος. O Β. ή Βεντότης σπούδασε στην Ιταλία και παρέμεινε αρκετό διάστημα στη Βενετία, όπου εργάστηκε σε ελληνικό τυπογραφείο. Στο τυπογραφείο αυτό τύπωσε και μια μετάφρασή του από τα γαλλικά. Από τη Βενετία πήγε… … Dictionary of Greek
Καλλέργης — I Επώνυμο γνωστής κρητικής οικογένειας από την περιοχή Μυλοποτάμου. Από την εποχή της κατάκτησης της Κρήτης από τους Ενετούς (1206), η οικογένεια ήταν η μοναδική με δικαίωμα συμμετοχής στο Consilium majus της ενετικής αριστοκρατίας στον Χάνδακα.… … Dictionary of Greek
Κονεμένος — Επώνυμο οικογένειας από την Πρέβεζα, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στις επιστήμες και στα γράμματα και κατέλαβαν πολιτικά αξιώματα. Σύμφωνα με οικογενειακή παράδοση, η οποία αναφέρεται και από τον Αλέξανδρο Ραγκαβή, η οικογένεια Κ. προερχόταν από… … Dictionary of Greek
Σκληρός, Γεώργιος — Ψευδώνυμο του γιατρού και κοινωνιολόγου Γ. Κωνσταντινίδη (Τραπεζούντα 1875 Αίγυπτος 1919). Ο Σ. σπούδασε ιατρική και βιολογία στην Ιένα της Γερμανίας, απ’ όπου πήγε στη Ρωσία. Εκεί, όπως φημολογείται, παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας. Από τη… … Dictionary of Greek
Τριανταφυλλίδης, Μανόλης — (Αθήνα 1883 – 1959). Έλληνας γλωσσολόγος. Μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο της Αθήνας συνέχισε τις σπουδές του στη Χαϊδελβέργη και στο Μόναχο, όπου το 1909 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα με την εργασία του Οι δάνειες λέξεις της… … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
αποκοπή — Α. αποκαλείται στη γλωσσολογία η μη προφορά ενός γράμματος μιας λέξης, από αφρόντιστη άρθρωση. Η πιο συχνή περίπτωση α. είναι η πτώση του τελικού φωνήεντος ορισμένων προθέσεων. Στα αρχαία ελληνικά, η α. ήταν χαρακτηριστική κυρίως της δωρικής και… … Dictionary of Greek
βλαστός — I Επώνυμο λογίων, από διάφορες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, κυρίως κρητικής καταγωγής. 1. Αλέξανδρος (1816 – 1844). Γιατρός από τη Χίο. Το 1822 κατέφυγε στην Τεργέστη για να αποφύγει τους διωγμούς των Τούρκων. Ο ίδιος σπούδασε ιατρική στη… … Dictionary of Greek